αταβιστικός

αταβιστικός
η , ό[ν] атавистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αταβιστικός" в других словарях:

  • αταβιστικός — ή, ό βιολ. ο σχετικός με τον αταβισμό («αταβιστικά φαινόμενα», «αταβιστικοί χαρακτήρες») …   Dictionary of Greek

  • αταβιστικός — ή, ό αυτός που οφείλεται στον αταβισμό: Τα αταβιστικά χαρακτηριστικά είναι ισχυρότερα από τα άλλα, γι αυτό και ξεχωρίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»